Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Αιτιολογικοί παράγοντες των προβλημάτων συμπεριφοράς των παιδιών

Βασιλική Σαμαρά, Κοινωνική Λειτουργός


Με βάση το διεθνώς αποδεκτό διαγνωστικό εγχειρίδιο DSM-IV η ΔΕΠΥ κατατάσσεται στην κατηγορία των Διαταραχών Ελλειμματικής Προσοχής και Αποδιοργανωτικής Συμπεριφοράς μαζί με τη Διαταραχή Διαγωγής και την Εναντιωματική-Προκλητική Διαταραχή. Η αιτιολογία και των τριών διαταραχών αναφέρεται  στη βιβλιογραφία (Cantwell, 1996) ως κοινή και αφορά τόσο το  νευροδιαβιβαστικό, νευροβιολογικό σύστημα και την εγκεφαλική λειτουργία όσο και τους εξωγενείς παράγοντες όπως οικογενειακό, σχολικό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Επισημαίνεται βέβαια ότι, παρόλο που η ΔΕΠΥ δεν προκαλείται από δυσλειτουργικές οικογένειες ή κακή άσκηση του γονεϊκού ρόλου, οι εξωγενείς παράγοντες συντελούν περισσότερο ή λιγότερο στην εκδήλωση και στο βαθμό έντασης των συμπτωμάτων  της
διαταραχής (ADD-ADHD Support, 2010). Κατά συνέπεια έχουμε ως δεδομένο ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρος διαχωρισμός - τουλάχιστον σύμφωνα με τα παγκόσμια διαγνωστικά εγχειρίδια-  μεταξύ εσωτερικών και εξωγενών αιτιολογικών παραγόντων που προκαλούν  τις διάφορες μορφές διαταραχών της συμπεριφοράς και μεταξύ αυτών και της ΔΕΠΥ.
Οι αιτίες της προβληματικής συμπεριφοράς μπορεί να είναι εγγενείς στο παιδί, εσωτερικοί, να είναι δηλαδή οργανικής προέλευσης ή να είναι εξωγενείς, περιβαλλοντικοί.
Στους εσωτερικούς παράγοντες περιλαμβάνονται:
Α) το βιολογικό υπόστρωμα-κληρονομικότητα. Σύμφωνα με έρευνες ένας αρκετά μεγάλος αριθμός νοσούντων προέρχεται από οικογένεια που έχει έναν γονέα ή κοντινό συγγενή  με ΔΕΠΥ. Έρευνες σε μονοζυγώτες διδύμους έδειξαν ότι κατά 90% και οι δυο έχουν τη νόσο, ενώ όταν ένα παιδί παρουσιάζει τη νόσο σε μια οικογένεια τότε κατά 30%-40% την εμφανίζουν και τα άλλα αδέρφια (ADD-ADHD Support, 2010).
Β) εγκεφαλικές βλάβες-δυσλειτουργίες οι οποίες μπορεί να οφείλονται σε ατυχήματα ή άλλες αιτίες όπως περιγεννετικές επιπλοκές, βιοχημικές ανωμαλίες ή άλλα σύνδρομα (Χρηστάκης, 2010).
Γ) ψυχολογικό υπόβαθρο. Το «ταμπεραμέντο», η ιδιοσυγκρασία του παιδιού επηρεάζει τον ψυχικό κόσμο του παιδιού και συμβάλλει στην εμφάνιση διαταραχών συμπεριφοράς (Χρηστάκης, 2010). Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, το χαμηλό αυτοσυναίσθημα, η μη κάλυψη των βασικών ψυχικών αναγκών του παιδιού για ασφάλεια και επιβράβευση, τα πρώτα χρόνια της ζωής του (www.medicalnewstoday.com, 2008), καθώς και η σχολική αποτυχία είναι επίσης πιθανόν να επηρεάσουν την πορεία της συμπεριφοράς του παιδιού.
Στους εξωγενείς παράγοντες περιλαμβάνονται:
Α) το οικογενειακό περιβάλλον. Οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών, η αγωγή και τα πρότυπα που έχει το παιδί, η γενικότερη οργάνωση, δομή και λειτουργία της οικογένειας καθώς και οι προσδοκίες των γονέων από το παιδί καθορίζουν σημαντικά την εμφάνιση ή όχι προβλημάτων, το είδος και την ένταση των συμπτωμάτων (www.medicalnewstoday.com, 2008, www.e-paideia.net, 2007 ).
Ειδικότερα, έρευνες έδειξαν ότι παιδιά που έχουν εκτεθεί σε βία και περισσότερο αυτά που υπήρξαν τα ίδια θύματα και όχι απλά μάρτυρες βιαιοτήτων, παρουσίασαν περισσότερα προβλήματα συμπεριφοράς (Center for the Advancement of Health, 2003)
Β) το σχολικό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, τα προγράμματα και οι στρατηγικές διδασκαλίας, η στάση του εκπαιδευτικού και η σχέση μαζί του, η ένταξη ή μη του παιδιού στην ομάδα των συμμαθητών του (Χρηστάκης, 2010) ακόμη και οι συνθήκες των εγκαταστάσεων του σχολείου, όπως παράδειγμα η συγκέντρωση πολλών παιδιών σε μικρούς χώρους που δεν ευνοούν την εκτόνωση τους (Παπαθεμελής, 2010). Οι παραπάνω παράγοντες βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και ο συνδυασμός τους αποτελεί μια δυναμική που μπορεί να χρησιμοποιηθεί θετικά ή αρνητικά για το χειρισμό των προβληματικών καταστάσεων που προκύπτουν στην τάξη εξαιτίας των ανεπιθύμητων συμπεριφορών του παιδιού με διασπαστική συμπεριφορά (Κουρκούτας, 2007).
Γ) το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Το κοινωνικοοικονομικό και βιοτικό επίπεδο της περιοχής όπου ζει το παιδί και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αποτελούν από τους βασικότερους κοινωνικούς παράγοντες (Κάκουρος, 2001). Έρευνες δείχνουν ότι σε περιοχές με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και ειδικότερα όπου υπάρχουν οικονομικοί μετανάστες διαφορετικών εθνοτήτων, θρησκειών και κουλτούρων τα προβλήματα συμπεριφοράς αυξάνονται (Χρηστάκης, 2010). Επιβαρυντικός παράγοντας αποτελεί και η τηλεόραση, ειδικά όταν τα παιδιά εκτίθενται σ’ αυτή από νηπιακή ηλικία και για περισσότερο από δυο ώρες την ημέρα (Parsons, 2007).
Συνεκτιμώντας τους παραπάνω παράγοντες διαπιστώνεται ότι ανάμεσα στους εγγενείς και εξωγενείς υπάρχει αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση. Για παράδειγμα οι λεγόμενοι ψυχολογικοί παράγοντες, ενώ σχετίζονται με την ιδιοσυγκρασία του παιδιού επηρεάζονται άμεσα από τη σχέση με τους γονείς και κυρίως με τη μητέρα κατά τη βρεφική ηλικία (Magee, 2008). Επίσης, ο τρόπος που το περιβάλλον θα αντιμετωπίσει τα ιδιαίτερα, «προβληματικά» χαρακτηριστικά του παιδιού συμβάλλει σημαντικά στην εξέλιξη –θετική ή αρνητική- αυτών των ιδιαιτεροτήτων, στην ένταση και συχνότητα εμφάνισής τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ειδικά για τη ΔΕΠΥ υπερισχύει η άποψη ότι το νευροβιολογικό υπόστρωμα συμβάλλει καθοριστικά στην εμφάνιση της νόσου. Η έρευνα βασίζεται περισσότερο στην ανταπόκριση των κύριων συμπτωμάτων σε φαρμακευτικές ουσίες που αφορούσαν συγκεκριμένα νευροχημικά συστήματα του εγκεφάλου (Κάκουρος, 2001).
Από την άλλη πλευρά, όταν οι αιτιολογία των προβληματικών συμπεριφορών έχει εντοπιστεί σε συγκεκριμένους εξωγενείς παράγοντες η φαρμακευτική αγωγή δεν έχει λόγο εφαρμογής. Σημαντικοί παράγοντες για να δοθεί η διάγνωση των Διαταραχών της Συμπεριφοράς ή της ΔΕΠΥ –σύμφωνα με το DSM IV- είναι η παρουσία των συμπτωμάτων πριν την ηλικία των 7 ετών, η εξάμηνη τουλάχιστον διάρκειά τους και η παρουσία τους σε τουλάχιστον δυο περιβάλλοντα (π.χ οικογενειακό, σχολικό) (Βούλτσιος, 2007). Αντίθετα, όταν τα συμπτώματα εμφανίζονται συγχρόνως με κάποιο στρεσσογόνο συμβάν όπως χωρισμός γονέων ή απόρριψη και απομόνωση του παιδιού από την ομάδα των συνομηλίκων του και διαρκούν όσο ισχύουν οι αρνητικές επιπτώσεις του γεγονότος αυτού, τότε πρόκειται για προβλήματα συμπεριφοράς που οφείλονται ξεκάθαρα σε εξωγενείς παράγοντες και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Βιβλιογραφία
ADD-ADHD Support (2010) “A Guide for Professionals”,  Nicosia. Ανασύρθηκε 8/6/10 από http://www.add-adhd.org.cy/publications/professionalsenglish.pdf
Cantwell, D.P (1996). Attention Deficit disorder: A review of the past 10 years. Journal of the American Academyof the Child and Adolescent Psychiatry, 35 (8), p. 978-987
Κάκουρος, Ε. (2001) Το Υπερκινητικό παιδί. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Παπαθεμελής Ι. (2010) Προβλήματα συμπεριφοράς μαθητών. Ανασύρθηκε 30/5/10 από http://www.daskalos.edu.gr/d/ergasies/prob_symp.html
Χρηστάκης, Κ. (2010). Προβλήματα συμπεριφοράς στη σχολική ηλικία: Τάσεις και προοπτική. Ανασύρθηκε 15/6/10 από http://www.dyslexia-goneis.gr/view.asp?ItemID=57&ns=1&mcid=9&cid=23&scid=16&page=3
Ανασύρθηκε 20/6/10 από  http://www.medicalnewstoday.com/articles/5079.php
Parsons, T. (2007). TV puts children at risk for behavior problems. Ανασύρθηκε 18/6/10 από http://www.medicalnewstoday.com/articles/84318.php
Center for the Advancement of Health, (2003), Children who see/experience violence have behavioural problems.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου